- μουσουργικός
- -ή, -ό (ΑΜ μουσουργικός, -ή, -όν) [μουσουργός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσουργία2. σχετικός με μωσαϊκό («μουσουργικαὶ ψηφίδες» — ψηφίδες που προορίζονται για μωσαϊκό).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσουργικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργικοῖς — μουσουργικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)